- υπαργυρεύω
- Α [ἄργυρος]χρησιμοποιώ πλαστά νομίσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαργυρεύοντες — ὑπαργυρεύω use base money pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαργύρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑπαργυρεύω] 1. σύναψη χρεών 2. χρήση πλαστών νομισμάτων … Dictionary of Greek